- μωροκακοήθης
- μωρο-κᾰκοήθης, ες, both knave and fool, Procop.Arc. 6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μωροκακοήθης — μωροκακοήθης, ες (Α) μωρός και συνάμα κακοήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + κακοήθης] … Dictionary of Greek
Юстиниан Великий — (Flavius Petrus Sabbatius Justinianus) знаменитый император Восточной римской (Византийской) империи; правил с 527 по 565 г. после Р. Х. Жизнь его теснейшим образом связывается с мировыми событиями его времени и с многоразличными явлениями… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Юстиниан I — Запрос «Юстиниан» перенаправляется сюда; см. также другие значения. Юстиниан I Великий лат. Iustinianus I Magnus греч. Ιουστινιανός Α ο Μέγας … Википедия
ήθος — το (AM ἦθος) 1. το σύνολο τών ψυχικών ιδιοτήτων ενός ατόμου, ο χαρακτήρας του, η ψυχική του καλλιέργεια, το ηθικό επίπεδο στο οποίο βρίσκεται, ο ψυχικός του κόσμος 2. στον πληθ. τα ήθη ο τρόπος τής ζωής ατόμων ή λαών, τα έθιμα τους που απορρέουν… … Dictionary of Greek
μωρ(ο)- — (ΑΜ μωρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μωρός, ά, όν καί προσδίδει στο δηλούμενο από το β συνθετικό τη σημ. «ανόητος, κουτός, άμυαλος» (πρβλ. μωρόσοφος, μωροπόνηρος, μωροφιλόδοξος). Παράλληλα προς αυτό το σύστημα τών λόγιων… … Dictionary of Greek
μωρόκακος — μωρόκακος, ον (Α)·, μωρός και συνάμα κακός, μωροκακοήθης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μωρ(ο) * (< μωρός) + κακός] … Dictionary of Greek